χειρονομία

χειρονομία
η
1. κίνηση των χεριών που συνοδεύει αυτόματα την ομιλία.
2. συνθηματική κίνηση των χεριών με ορισμένη σημασία.
3. πείραγμα με το χέρι: Να μη μου ξανακάνεις χειρονομίες.
4. αξιέπαινη πράξη: Αυτό που έκανες ήταν ευγενική χειρονομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειρονομία — χειρονομίᾱ , χειρονομία shadow boxing fem nom/voc/acc dual χειρονομίᾱ , χειρονομία shadow boxing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρονομία — η, ΝΜΑ [χειρονόμος] νεοελλ. μσν. τρόπος διεύθυνσης εκκλησιαστικής χορωδίας με κινήσεις τού δεξιού χεριού ή τών δαχτύλων τού χοράρχη νεοελλ. 1. αυτόματη, μηχανική κίνηση τών χεριών που γίνεται κατά την ομιλία («μιλούσε με ζωηρές χειρονομίες») 2.… …   Dictionary of Greek

  • χειρονομίᾳ — χειρονομίαι , χειρονομία shadow boxing fem nom/voc pl χειρονομίᾱͅ , χειρονομία shadow boxing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρονομίας — χειρονομίᾱς , χειρονομία shadow boxing fem acc pl χειρονομίᾱς , χειρονομία shadow boxing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρονομίαι — χειρονομία shadow boxing fem nom/voc pl χειρονομίᾱͅ , χειρονομία shadow boxing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρονομίαν — χειρονομίᾱν , χειρονομία shadow boxing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Хирономия — (Χειρονομία) у древних греков, в мимическом искусстве и атлетике, ритмическое, сообразованное с требованиями изящества, гармонии и красоты, движение кистей и рук. В танцах X. противополагалась движению ног (это последнее выражалось глаголом… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Хейрономия —    • Χειρονομία,          мимическое движение или представление, особенно действие рук в греческой орхестике; кроме того, в палестре, род упражнений в борьбе без противника (σκιομαχία), причем боец новичок изучал наилучшие положения и движения… …   Реальный словарь классических древностей

  • χειρονομίαις — χειρονομία shadow boxing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρονομίη — χειρονομία shadow boxing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”